Όταν δοκιμάζουμε το πρώτο κρασί κάθε φορά, είτε λευκό, είτε κόκκινο, να μην ξεχνάμε ότι για να το κρίνουμε σωστά, θα πρέπει να το βάλουμε στο στόμα μας 3 με 4 φορές οπωσδήποτε. Μία μόνο γουλιά θα μας παραπλανήσει γευστικά, είτε πρόκειται για την αρχή μιας γευστικής δοκιμής, είτε για το πρώτο σερβίρισμα κρασιού στο ποτήρι μας σε ένα εστιατόριο. Δεν έχει σημασία αν θα το φτύσουμε ή θα το καταπιούμε.
Ο λόγος έχει να κάνει με το PH. Το PH του στόματος είναι στο 5,5. Το PH του κρασιού βρίσκεται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα. Κυμαίνεται από 2,8 έως 3,8. Ιδανικά με 3-4 μικρές γουλιές το στόμα μας θα έρθει στο ίδιο PH με αυτό του κρασιού. Έτσι, θα είμαστε σε θέση να το “κατανοήσουμε” και να το κρίνουμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα. Εάν στην πορεία ενός γεύματος ή μιας γευστικής δοκιμής, πάμε από κόκκινο σε λευκό ή αντίστροφα, ή ακόμα και αν αλλάξουμε στυλ κρασιού, δεν χρειάζεται να κάνουμε το ίδιο. Ισχύει όταν δεν έχουμε βάλει καθόλου κρασί στο στόμα μας για αρκετή ώρα.
Στην περίπτωση ενός λευκού κρασιού, εάν δοκιμάσουμε το πρώτο κρασί, θα το υποτιμήσουμε όσον αφορά τα επίπεδα οξύτητάς του. Θα μας φανεί πλαδαρό, χωρίς να εκτιμήσουμε σωστά την οξύτητά του που μπορεί να είναι σε υψηλά επίπεδα.
Όσον αφορά τα κόκκινα κρασιά, η πρώτη γουλιά κάθε φορά θα είναι παραπλανητική μιας και δεν θα αποκαλύψει τον πραγματικό πλούτο των τανινών του. Πιθανότατα, αν πρόκειται για ένα τανικό κρασί, αρχικά θα μας φανεί πιο μαλακό. Βάζοντας περισσότερες γουλιές στο στόμα μας, θα διαπιστώσουμε την πραγματική του τανική διάσταση και θα κρίνουμε εάν έχει στρογγυλεμένες ή επιθετικές τανίνες.